- άφταστος
- -η, -οβλ. άφθαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άφταστος — η, ο βλ. άφθαστος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άφθαστος — άφθαστος, η, ο και άφταστος, η, ο επίρρ. α 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φτάσει: Στο τρέξιμο ήταν άφταστος. 2. αυτός που δεν έφτασε, δεν ήρθε: Νύχτωνε και στο χωριό ήμασταν άφταστοι. 3. απαράμιλλος, ασυναγώνιστος: Η Αθήνα ανέπτυξε την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άφθαστος — και άφταστος, η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να φθάσει ή να προλάβει κανείς λόγω της ταχύτητάς του 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φθάσει λόγω του ύψους («άστρο άφταστο») 3. (για καρπούς που μαζεύονται με τα χέρια) ο αμάζευτος 4.… … Dictionary of Greek
Βέστρις — (Vestris). Επώνυμο φλωρεντινής οικογένειας χορευτών, που τον 18o αι. εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. O διασημότερος ήταν ο Γκαετάν Απολίν Μπαλντασάρε (Φλωρεντία 1729 – Παρίσι 1808), διάσημος χορευτής. Μπήκε στην Όπερα του Παρισιού το 1748, με τη… … Dictionary of Greek
αμίμητος — η, ο επίρρ. α αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί, άφταστος, αξεπέραστος: Στα ανέκδοτα και τα καλαμπούρια ήταν αμίμητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέφικτος — η, ο άφταστος, ακατόρθωτος: Αυτό που κυνηγάς νομίζω πως είναι ανέφικτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξάμωτος — η, ο (στερητ. α+ξαμώνω=απλώνω το χέρι για να χτυπήσω), άφταστος, απλησίαστος: Τη μέρα εκείνη τα τρυγόνια ήταν αξάμωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάδυση — η 1.καταβύθιση, καταπόντιση: Έγινε η κατάδυση του υποβρυχίου. 2. βουτιά, μακροβούτι: Είναι άφταστος στις καταδύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιβδηλοποιία — η η τέχνη του κιβδηλοποιού: Είναι άφταστος στην κιβδηλοποιία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)